Λορέντζος Μαβίλης: Ένας ποιητής χάνει τη ζωή του μαχόμενος για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21η Φεβρουαρίου 1913)

Ο Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, υπηρετούσε ως δικαστικός. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, ήταν ανηψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Μαβίλης τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών.

Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας, αρχαιολογίας και σανσκριτικών, ενώ μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων Καντ, Φίχτε και Σοπεγχάουερ. Το 1890 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν με τη διατριβή «Δύο βιεννέζικα χειρόγραφα του Ιωάννη Σκυλίτζη».

Ως ποιητής διέπρεψε στο είδος του σονέτου. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό. Στα ποιήματά του υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.

Μνημειώδης ήταν ο λόγος του στη Βουλή, στις 26 Φεβρουαρίου 1911, ως βουλευτής Κέρκυρας. Υπερασπιζόμενος τη δημοτική γλώσσα, είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσα».

Το 1911 στην ελληνική βουλή διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα με έντονες αντιδράσεις που έφτασαν ακόμα και σε γρονθοκοπήματα. Ο βουλευτής του κόμματος του Βενιζέλου αποστόμωσε τους πάντες μέσα στην αίθουσα με αυτή του τη φράση.

Η κήρυξη του πολέμου τον βρίσκει σε ηλικία 53 ετών. Ηλικία απαγορευτική για την πρώτη γραμμή του πολέμου εκείνη την εποχή. Αμέσως παρουσιάζεται στα στρατολογικά γραφεία και ζητά να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή για τα Γιάννενα.

Εντάχθηκε εθελοντικά στο σώμα των Γαριβαλδινών και φόρεσε περήφανα το κόκκινο χιτώνιο.

Γαριβαλδινοί αποκαλούνταν τα εθελοντικά τμήματα που σχηματίστηκαν για να πολεμήσουν υπέρ της Ελλάδας το 1866 στις Kρητικές Επαναστάσεις, το 1897 στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, το 1912 στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και το 1914 στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα. Είχαν πάρει το όνομά τους από τον ιδρυτή του σώματος, τον εθνικό ήρωα της Ιταλίας Στρατηγό Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. Λόγω του κόκκινου χιτωνίου που φόραγαν πάντα, έλαβαν και το προσωνύμιο Ερυθροχίτωνες.

Οι Γαριβαλδινοί επαναστάτες επενέβαιναν υπέρ οποιουδήποτε λαού μαχόταν για την ελευθερία του. Ο πόλεμος της Ελλάδας έγινε αμέσως ο νέος σκοπός του τάγματος. Η ιταλική κυβέρνηση όμως είχε αντίθετη γνώμη. Ο Γκαριμπάλντι προσπάθησε να φύγει από το Πρίντεζι και απείλησε ότι όποιος τον πλησίαζε για να τον σταματήσει θα τον χτυπούσε. Δεν δίστασε να κραυγάσει υπέρ της Ελλάδας «Βίβα Γκρέτσια», όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής.

Η μάχη τῶν Γαριβαλδινών στο Δρίσκο

Στις 24 Νοεμβρίου ο Σαπουντζάκης,για να κάνει αποτελεσματικότερη την πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου, εξέδωσε διαταγή καταλήψεως των Ιωαννίνων και ανέθεσε στον Ρώμα με τους Γαριβαλδινούς «…να καταλάβη τον Δρίσκον και τα παράλια της λίμνης…».

Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου τρεις λόχοι με τον προαχθέντα για την ανδρεία του σε ταγματάρχη Μπαρδόπουλο, εξασφάλισαν την στενωπό των Λυγκιάδων και κατέλαβαν το τουρκικό στρατόπεδο του Δρίσκου, ενώ οι άλλοι τρεις λόχοι με τον Ρώμα απώθησαν τους τούρκους στην πεδιάδα και συνδέθηκαν με τις επιχειρούσες μονάδες του Ελληνικού πεζικού.

Την επομένη 27η Νοεμβρίου, οκτώ χιλιάδες τούρκοι με δυο μυδραλιοβόλα και υποστηριζόμενοι από το βαρύ πυροβολικό του νησιού και της Καστρίτσας, επιτέθηκαν εναντίον των Ελληνικών θέσεων από την κορυφογραμμή προφήτη Ηλία Μονή Τζούρας (όπου ο λόχος Γιοβάνη-Μαβίλη-Τοπάλη), έως τη λίμνη. Συμφώνως με την τότε τακτική, «έφιπποι και ξιφήρεις» οι αξιωματικοί, με πρώτο τον Ρώμα, κατεύθυναν την μάχη και απέκρουσαν την επίθεση.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΡΙΣΚΟΥ 1912 – ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

Την 28η Νοεμβρίου οι τούρκοι επανέλαβαν με βιαιότητα την επίθεση, με μεγαλύτερες δυνάμεις και υπό την συνεχή κάλυψη του πυροβολικού, καθώς είχαν τοποθετήσει τηλεβόλα και στο χάνι της Λεύκας κοντά στη λίμνη. Παρά την ενίσχυση των Ελληνικών δυνάμεων με ένα ορειβατικό πυροβόλο (Schneider-Danglis των 75χλστ) και 44 άνδρες οπλισμένους με Mannlicher-Schönauer, άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα : πρώτα μεγάλες ελλείψεις σε φυσίγγια, αφού δεν είχε έρθει ακόμη ο εφοδιασμός που είχε ζητηθεί από τα Γρεβενά κι ύστερα σημαντικές απώλειες ιδιαίτερα σε αξιωματικούς. ΄Ετσι ετέθησαν εκτός μάχης ταυτόχρονα ο Αρχηγός και ο επιτελάρχης. Ύστερα από αυτά, ο συνταγματάρχης Ματθαιόπουλος, εκτιμώντας την κατάσταση, διέταξε την σύμπτυξη των τμημάτων στο Μέτσοβο.

Οι ερυθροχίτωνες απαγκιστρώθηκαν το απόγευμα με εξαιρετική τάξη προς το Χάνι Καμπέρ-αγά και από εκεί προς Πέτρα, μεταφέροντας τους τραυματίες τους. Είχαν χάσει 200 συμπολεμιστές τους, αλλά είχαν αφαιρέσει από την τουρκική δύναμη -που υπεράσπιζε τα Γιάννενα- περισσότερους από 1400 μαχητές.

Στο Δρίσκο παρέμειναν, αναμένοντας την απελευθέρωση, θαμμένοι οι νεκροί τους: ανάμεσά τους ο Μαβίλης, ο Τοπάλης, ο Βραχνός, ο Μακρής και ο Γερακάρης, που την παραμονή του θανάτου του είχε πει στον Μαβίλη, καθώς μαζί από ψηλά αγνάντευαν την πόλη και τη λίμνη με το νησί της: «Τι θαύμα τα Γιάννενα ! Αξίζει κανείς να πεθάνη για να τα πάρη».

Το πηλίκιο του Μαβίλη από το τάγμα των Γαριβαλδινών. Εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο Ιωαννίνων.

Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, εναντίον της ισχυρά οχυρωμένης από τους τούρκους τοποθεσίας Δρίσκος, πάνω από τα Γιάννενα εμαίνετο η μάχη μεταξύ Τούρκων και Γαριβαλδινών εθελοντών. Λίγο πιο πίσω,στο σημείο συλλογής των τραυματιών, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής, με ανοιχτό το κόκκινο αμπέχονο και πρόχειρα σκεπασμένος με τον καταματωμένο γαλάζιο μανδύα, άφηνε την τελευταία του πνοή, πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, καθώς είχε δεχθεί δυο βολίδες στο πρόσωπο, ο Γαριβαλδινός λοχαγός Λορέντζος Μαβίλης.

Πριν ξεψυχήσει τα τελευταία του λόγια ήταν: «Περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμον, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου, για την Ελλάδα».

Print Friendly, PDF & Email