Αρχείο κατηγορίας ΕΟΡΤΕΣ

25η Μαρτίου 1821 – Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα προς τους μαθητές

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Πίνακας του Θεόφιλου)

Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη.

Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του ’21.

Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)


Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα.

Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

Print Friendly, PDF & Email

21 Φεβρουαρίου 1913 – Η δράση της ελληνικής Αεροπορίας στο μέτωπο της Ηπείρου

Είχαν περάσει μόλις 9 χρόνια από την πρώτη ιστορική πτήση των αδελφών Ράιτ με αεροπλάνο (17/12/1903), και στο τέλος Σεπτεμβρίου 1912, εν όψει της έναρξης των Βαλκανικών πολέμων, επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Γαλλία, 4 αξιωματικοί αεροπόροι οι οποίοι δημιούργησαν στη Λάρισα τον πρώτο αεροπορικό στολίσκο.

Στρατιωτικό αεροπλάνο έτοιμο προς πτήση υπέρ του πολιορκούμενου φρουρίου Μπιζάνι 1912-1913 Ρωμαΐδης-Zeitz

Αυτοί ήταν οι:

  • Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος (από τον οποίο προήλθε πιθανότατα λόγω των παράτολμων ενεργειών του η λέξη τρελοκαμπέρω),
  • Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης,
  • Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς και
  • Ανθυπίλαρχος Χρήστος Αδαμίδης.

Ήταν κυβερνήτες τεσσάρων μονοθέσιων αεροπλάνων Henry Farman των 50 ίππων. 

Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε την πρώτη αναγνωριστική αποστολή στο θεσσαλικό μέτωπο. Ακολούθησαν και άλλες, ενώ μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η αεροπορική μονάδα μεταφέρθηκε στην Ήπειρο και στα τέλη Νοεμβρίου 1912, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της Πρέβεζας. Είχαν παραληφθεί πλέον 4 εξελιγμένα αεροσκάφη, τα Maurice Forman, των 80 ίππων, τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν και παρατηρητή.

Επίσης, στην ομάδα των Ελλήνων αεροπόρων, προστέθηκαν ο Γάλλος λοχαγός Μπαρέ, ο επίσης Γάλλος αερομηχανικός Σοβό και 57 στρατιώτες.


5 Δεκεμβρίου του 1912 – Μιχαήλ Μουτούσης: Ο αεροπόρος που έριχνε αυτοσχέδιες βόμβες

Η πρώτη εναέρια πολεμική αποστολή στην Ήπειρο, έγινε από τον Μιχαήλ Μουτούση, στις 5 Δεκεμβρίου 1912.

Ο Μιχαήλ Μουτούσης ήταν ηρωικός αεροπόρος των βαλκανικών πολέμων. Εκπαιδεύτηκε στη Γαλλία μαζί με άλλους πέντε αξιωματικούς, με τους οποίους στελέχωσαν τη νεοσύστατη ελληνική αεροπορία. Πραγματοποίησε την πρώτη πτήση στις 5 Δεκεμβρίου του 1912, πετώντας αυτοσχέδιες βόμβες.

Ο Μουτούσης πετώντας με αεροπλάνο τύπου Maurice Farman M.F.7 , αναγνώρισε από χαμηλό ύψος την περιοχή μέχρι τα Ιωάννινα και προσέβαλε με αυτοσχέδιες βόμβες συγκεντρώσεις των Τούρκων, καθώς και τα οχυρά του Μπιζανίου.

Όταν προσγειώθηκε, οι στρατιώτες τον υποδέχθηκαν με ζητωκραυγές, ενώ τον συνεχάρη για την επιτυχία του ο Αρχηγός Στρατού Ηπείρου.

Ακολούθησαν πολλές ακόμα αναγνωριστικές πτήσεις αλλά και ρίψεις τροφίμων και εφημερίδων στους Γιαννιώτες.

Μετά την αποχώρηση των Καμπέρου, Μουτούση και Μπαρέ, επικεφαλής της Μοίρας, ανέλαβε ο ανθυπίλαρχος Αδαμίδης, ο οποίος την ημέρα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, προσγειώθηκε με το αεροπλάνο του στην πλατεία διοικητηρίου της πόλης, προκαλώντας θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους της.


Να σημειώσουμε ότι στις 24 Ιανουαρίου 1913, ο Μιχαήλ Μουτούσης και ο σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης (ως παρατηρητής) με ένα αεροπλάνο Farman που είχε μετατραπεί σε υδροπλάνο, πραγματοποίησαν την πρώτη, στην παγκόσμια ιστορία, αεροπορική αποστολή ναυτικής συνεργασίας, καθώς κατόπτευσαν πετώντας πάνω από τα Δαρδανέλια τον τουρκικό στόλο και τον ναύσταθμο του Ναγαρά, ρίχνοντας 4 αυτοσχέδιες βόμβες κατά των πλοίων που βρίσκονταν εκεί. Ο Μωραϊτίνης κατάρτισε το πρώτο στον κόσμο πολεμικό σχεδιάγραμμα από αέρος, καταγράφοντας λεπτομερώς τις μονάδες και τις θέσεις του τουρκικού στόλου.

Στις 4 Απριλίου 1913, η Πολεμική Αεροπορία μας, θρήνησε τον πρώτο νεκρό της. Ήταν ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος, Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, που σκοτώθηκε όταν έπεσε το αεροσκάφος του κοντά στον Λαγκαδά.

* ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ – ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ – Στρατιωτικο αεροπλανο Μπιζανι 1912-1913

Print Friendly, PDF & Email

Καλά Χριστούγεννα & Καλή Χρονιά!

Χριστούγεννα

Πρωτοχρονιά

Θεοφάνεια

Print Friendly, PDF & Email

Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση

Μεγάλη Παρασκευή: Η Αποκαθήλωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ο Επιτάφιος Θρήνος

Κάλαντα Μεγάλης Παρασκευής (στίχοι)

Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα το έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον πάντων Βασιλέα.

Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τη προσευχή της έκαμνε για το μονογενή της.

Φωνή ακούει εξ Ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
– Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες, το γυιό σου τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε. Σαν κλέφτη τον δικάζουνε και στον Χαλκιά τον πάνε.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε πέφτει λιγοθυμάει,
σταμνιά νερό της χύνουνε, τρία καράτια μόσχο.

Κι’ αφού της ήρθε ο λογισμός,
κι’ αφού της ήρθε ο νους της,
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί,
φωτιά πάει να πέσει.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει και δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη.

Αϊ Γιάννη μου Αφέντη μου και μαθητή του γυιου μου,
μην είδες το παιδάκι μου και σε το δάσκαλό σου;

Τον βλέπεις Εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
οπού φορεί στη κεφαλή στεφάνι αγκαθένιο.

Η Παναγιά Τον σίμωσε και Τον γλυκομιλούσε.
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

Τι να σου πω, Μανούλα μου,τι να σου μολοήσω;
Ήτανε θέλημα Θεού, βούληση του Πατέρα.

Μόνο το Μέγα-Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,
κι ανάψουνε στις εκκλησιές ολόχρυσες λαμπάδες,
τότε και συ, Μανούλα μου, να πας να με παντέχεις.

Επιτάφιος: Πίνακας του ζωγράφου Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909)

Χριστός Ανέστη! Το Αναστάσιμο Φως να φωτίζει τις καρδιές όλων μας!


Print Friendly, PDF & Email

Ζάλογγο 1803 – Ελευθερία ή Θάνατος

Ο Δεκέμβρης του 1803 ήταν ο μήνας που σημάδεψε και σημαδεύτηκε το Σούλι.

Ήταν η χρονιά που ερήμωσε το Σούλι. Πολλοί το εγκατέλειψαν, άλλοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και άλλοι συνειδητά έμειναν και πέθαναν για τα ιδανικά και την πατρίδα τους.

Την 12η Δεκεμβρίου ανήμερα την υπογραφής της συνθήκης με τους Τούρκους, ο καλόγερος Σαμουήλ μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες αντί να παραδώσει το Κούγκι όπως είχε συμφωνηθεί βάζει φωτιά στις πυριτιδαποθήκες και το ανατινάζει.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1803 μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, πατέρα του Μάρκου Μπότσαρη, κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και να διαφύγει με 147 άνδρες στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στην μονή Ταξιάρχη Μιχαήλ αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μια ομάδα γυναικών με τα παιδιά κατέφυγαν στην άκρη του απότομου γκρεμού με τα λεγόμενα βράχια του Ζαλόγγου. Για να μην πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών, οι 57-63 γυναίκες (διαφέρουν οι πληροφορίες ως προς τον αριθμό μια μονογραφία της Μονής Ζαλόγγου γράφει 300 Σουλιώτισσες) με τα παιδιά τους έπεσαν στο γκρεμό και αυτοθυσιάστηκαν.

Ο αυτόπτης μάρτυρας Τουρκαλβανός αξιωματικός Σουλεϊμάν Αγάς έγραψε: «Οι γυναίκες πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά τους τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωϊσμός και η αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθμό του. Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μια διαπεραστική μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται με όλα τα παιδιά τους». Μαρτυρίες λένε ότι κάποια παιδιά επέζησαν.

Print Friendly, PDF & Email

Χριστόδουλος Σώζος: Ο δήμαρχος Λεμεσού που πολέμησε και πέθανε στην μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21η Φεβρουαρίου 2013)

Ο κυπριακής καταγωγής Χριστόδουλος Σώζος ανέκαθεν θεωρούσε την Ελλάδα ως μητέρα – πατρίδα και δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του στο Μπιζάνι, στη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1912.

Ο Χριστόδουλος Σώζος, ήταν Ελληνοκύπριος δικηγόρος, πολιτικός και επιχειρηματίας. Γεννήθηκε στη Λεμεσό, το 1872. Ο παππούς του, Αντώνιος Ιάκωβος Λοΐζου, είχε πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821 ως εθελοντής, πολεμώντας στο πλευρό του Φαβιέρου στην Αθήνα, ενώ ο πατέρας του Σώζων Λοΐζου, είχε πολεμήσει στην Κρήτη κατά την Επανάσταση του 1866.

Φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Λεμεσού και στη συνέχει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου είχε μεταξύ άλλων, συμφοιτητές τον λογοτέχνη και ακαδημαϊκό Σίμο Μενάρδο και τον Κύπριο Νικόλαο Λανίτη, δημοσιογράφο, πολιτικό και αγωνιστή.

Μετά το τέλος των σπουδών του, επέστρεψε στην Κύπρο όπου εργάστηκε σαν δικηγόρος.

Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σώζος είχε ήδη διαγράψει λαμπρή πορεία ως δικηγόρος και βουλευτής. Όντας εν ενεργεία δήμαρχος, επέλεξε να ταξιδέψει στην Ελλάδα κρυφά από την οικογένεια του και να καταταγεί στον ελληνικό στρατό ως εθελοντής. «Πραγματικοί ηγέται δεν είναι εκείνοι που μονάχα υποκινούν τον λαόν αλλά εκείνοι που προκινδυνεύουν μαζί του», είχε πει σε ένα γιατρό φίλο του, όταν προσπάθησε να τον αποτρέψει.

Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος πληροφορήθηκε για την άφιξή του στην Ελλάδα, θέλησε να έρθει σε επαφή μαζί του. Έτσι κι έγινε. Τον δέχτηκε στο γραφείο του και του πρότεινε τιμητική θέση στο επιτελείο του στην Αθήνα. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα διακινδύνευε τη ζωή του στο μέτωπο. Ο Σώζος ωστόσο αρνήθηκε. Δεν δέχτηκε να ακούσει λέξη. Απαίτησε να σταλεί ως απλός στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Κατετάγη στο Α’ Σύνταγμα πεζικού του Διαδόχου.

Πολέμησε στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Στις 6 Δεκεμβρίου 1912, στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, σκοτώθηκε στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας του χωριού Μανωλιάσα (ορεινό χωριό, χτισμένο σε υψόμετρο 820 μ. , στις πλαγιές του όρους Τόμαρος).

Η εφημερίδα της Λεμεσού «Σάλπιγξ» είχε δημοσιεύσει την επιστολή του Σίμου Μενάνδου, συμμαθητή του Σώζου, στην οποία ως αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραφε τη στιγμή του θανάτου του. «Ο Σώζος έπεσεν εμπρός μου. Εκ των 70 στρατιωτών της ενωμοτίας μου ελάχιστοι έμειναν άτρωτοι. Άλλοι εφονεύθησαν και άλλοι ετραυματίσθησαν. Οι νεκροί ετάφησαν αμέσως. Ο Σώζος επολέμησεν γενναιότατα, όταν είδε πλησιάσαντας εις τα χαρακώματά των τους Τουρκαλβανούς, ανεσηκώνετο και επυροβόλει όρθιος, τότε δε τον επήραν σφαίραι ταχυβόλου», έγραφε χαρακτηριστικά το απόσπασμα.

Η προτομή του Χριστόδουλου Σώζου στα Ιωάννινα δίπλα στη λίμνη.

Τον Δεκέμβριο του 1913, η βουλή των Ελλήνων αποφάσισε την ανάρτηση της φωτογραφίας του στο κτίριό της.

Το 1915, στον Δημοτικό Κήπο Λεμεσού, δημιουργήθηκε μνημείο προς τιμήν του.

Στα Γιάννενα, υπάρχει οδός με το όνομά του, ενώ το 1998 στήθηκε προτομή του στις όχθες της λίμνης της πόλης.

Ενδιαφέροντες σύνδεσμοι:

Print Friendly, PDF & Email

Λορέντζος Μαβίλης: Ένας ποιητής χάνει τη ζωή του μαχόμενος για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21η Φεβρουαρίου 1913)

Ο Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, υπηρετούσε ως δικαστικός. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, ήταν ανηψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Μαβίλης τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών.

Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας, αρχαιολογίας και σανσκριτικών, ενώ μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων Καντ, Φίχτε και Σοπεγχάουερ. Το 1890 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν με τη διατριβή «Δύο βιεννέζικα χειρόγραφα του Ιωάννη Σκυλίτζη».

Ως ποιητής διέπρεψε στο είδος του σονέτου. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό. Στα ποιήματά του υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.

Μνημειώδης ήταν ο λόγος του στη Βουλή, στις 26 Φεβρουαρίου 1911, ως βουλευτής Κέρκυρας. Υπερασπιζόμενος τη δημοτική γλώσσα, είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσα».

Συνέχεια
Print Friendly, PDF & Email

Οι Τρείς Ιεράρχες: Οι προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας

Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο ΧρυσόστομοςΓρηγόριος ο Θεoλόγoς


Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Print Friendly, PDF & Email

Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά!

Χριστούγεννα

Πρωτοχρονιά

Θεοφάνεια

Print Friendly, PDF & Email